- ελαφάκι, το
- ελαφάκι, το και (α)λαφάκι, το μικρό ελάφι, το νεογνό του ελαφιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ελαφάκι — και λαφάκι, το μικρό ελάφι … Dictionary of Greek
ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… … Dictionary of Greek
νεβροφανής — νεβροφανής, ές (Α) αυτός που φαίνεται σαν νεβρός, αυτός που μοιάζει με ελαφάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + φανής (< θ. φαν , πρβλ. ἐ φάν ην, αόρ. β τού φαίνομαι), πρβλ. μολυβδο φανής, χαλκο φανής] … Dictionary of Greek
αλαφάκι — και λαφάκι, το [αλάφι] το ελαφάκι … Dictionary of Greek
αλαφόπουλο — και λαφόπουλο, το [αλάφι] το ελαφάκι … Dictionary of Greek
ελάφιον — ἐλάφιον, το (AM) ελαφάκι … Dictionary of Greek
ελαφίνης — ἐλαφίνης, ο (Α) ελαφάκι, νεβρός … Dictionary of Greek
ελλός — (I) ἑλλός και ἐλλός, ο (Α) ελαφάκι, νεβρός. (II) ἐλλός, ή, όν (Α) έλλοψ … Dictionary of Greek
λαφάκι — το βλ. ελαφάκι … Dictionary of Greek
μηκώμαι — (Α μηκῶμαι, άομαι) (για πληγωμένο άνθρωπο ή ζώο) βγάζω στεναγμό από τον πόνο, βογγώ νεοελλ. (για βόδι) μουγκρίζω, μουγκανίζω αρχ. 1. (για τα πρόβατα ή τις αίγες) βελάζω, βληχώμαι 2. (για καταδιωκόμενο ελαφάκι ή λαγό ή κάπρο) φωνάζω, σκούζω, βγάζω … Dictionary of Greek